- μαραίνεται
- μαραίνωquenchpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμάραντος — Γένος φυτών της οικογένειας των αμαραντιδών (δικοτυλήδονα), με 50 είδη που ζουν στις θερμές χώρες. Φυτά ποώδη, μονοετή ή πολυετή, αποκτούν συχνά αρκετό μέγεθος, έχουν φύλλα επαλλάσσοντα και άνθη αρρενοθήλεα ή διαφορετικού φύλου αλλά μόνοικα,… … Dictionary of Greek
αμαράζωτος — η, ο [μαραζώνω] 1. (για καρπούς) αυτός που δεν μαραίνεται ή δεν μαράθηκε 2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν μαραζώνει, δεν στενοχωριέται ή δεν στενοχωρήθηκε … Dictionary of Greek
αμαράντινος — η, ο (Α ἀμαράντινος, ον) [αμάραντος] 1. αυτός που δεν μαραίνεται, ο αμάραντος 2. άφθαρτος, διαρκής, αιώνιος 3. αυτός που ανήκει στο φυτό αμάραντος ή προέρχεται από αυτό … Dictionary of Greek
ευμάραντος — εὐμάραντος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που μαραίνεται εύκολα ή γρήγορα 2. μτφ. φθαρτός («δόξαν εὐμάραντον», Μηναί.) … Dictionary of Greek
μαραίνω — (AM μαραίνω) 1. κάνω ένα φυτό να χάσει τη θαλερότητα του, συντελώ στο να ξεραθεί ένα φυτό (α. «ο ήλιος μάς μάρανε τα λουλούδια» β. «ἐπὶ ἀνθέων τών μαραινομένων», Ερμογ.) 2. μτφ. κάνω κάποιον ή κάτι να χάσει τη ζωτικότητα και τη φρεσκάδα του,… … Dictionary of Greek
σουρβιά — Κοινό όνομα με το οποίο είναι γνωστό κυρίως το φυτό σόρβος ο ήμερος, αλλά και μερικά ακόμα είδη του γένους σόρβος, που υπάγεται στην οικογένεια των Ροδιδών (δικοτυλήδονα). Πρόκαται για δεντρύλλια ή μεγάλους θάμνους, που παράγουν κανονικά άνθη με… … Dictionary of Greek
ταχυμάραντος — ό, ἡ, Μ αυτός που μαραίνεται γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + μάραντος (< μαραίνω), πρβλ. ἀ μάραντος] … Dictionary of Greek
ταχυφθίμενος — ένη, ον, ΜΑ αυτός που μαραίνεται γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + φθίμενος, μτχ. παρακμ. τού φθίνω «πεθαίνω, μαραίνω»] … Dictionary of Greek
φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… … Dictionary of Greek
ωκύμορος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που πεθαίνει πρόωρα 2. (για άνθος) αυτός που μαραίνεται γρήγορα 3. ενεργ. αυτός που επιφέρει γρήγορο ή πρόωρο θάνατο («φαρμάκων δυνάμεις ὠκύμοροι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + μόρος (πρβλ. ταχύ μορος)] … Dictionary of Greek